- κειμηλιαρχείο
- το (Α κειμηλιαρχεῑον και κειμηλιάρχιον) [κειμηλιάρχης]αρχείο κειμηλίων, αποθήκη όπου φυλάσσονται κειμήλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κειμηλιάρχιον — κειμηλιάρχιον, τὸ (Α) βλ. κειμηλιαρχείο … Dictionary of Greek
κειμηλιοφυλάκιο — κειμηλιοφυλάκιον και κειμηλιοφυλακεῑον, τὸ (Α) το κειμηλιαρχείο* … Dictionary of Greek
σκευοφυλάκιο — Χώρος στον οποίο φυλάσσονται τα ιερά σκεύη ενός ναού. Σ. λέγεται επίσης και το κιβώτιο στο ιερό του ναού, όπου βρίσκονται τα ιερά σκεύη. Ο όρος προέρχεται ίσως από την αρχαία λέξη σκευοφόρος, που σήμαινε συνήθως τη «σκευοφόρο άμαξα», με την οποία … Dictionary of Greek